Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο συνήλθε ως Δικαστικό Συμβούλιο, αποφάσισε ομόφωνα την Τετάρτη την παύση του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, Οδυσσέα Μιχαηλίδη.
Σύμφωνα με την απόφασή τους, οι οκτώ Δικαστές του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου έκριναν ότι ο Γενικός Ελεγκτής, με βάση το σύνολο της μαρτυρίας, «παραβίασε τα όρια και έδειξε συμπεριφορά κατώτερη των περιστάσεων, που τον καθιστά ανίκανο».
Στην απόφασή του, η οποία αποτελείται από 209 σελίδες, το Συμβούλιο έκρινε τον Οδυσσέα Μιχαηλίδη «υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς» και ότι παραβίασε «τα έσχατα όρια» και επέδειξε συμπεριφορά «πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου του αξιώματός του».
«Συμπεριφορά που αντικειμενικά κρινόμενη», αναφέρει η απόφαση «τον καθιστά ανίκανο για επιτέλεση των υψηλών καθηκόντων του και η οποία, ευλόγως, δημιουργεί αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητά του να ασκεί τα καθήκοντά του με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο το αξίωμα του προορίζεται να υπηρετεί».
Όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, επικαλούμενο την απόφαση Ερωτοκρίτου, «τέτοια συμπεριφορά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει το αξίωμα και τους Θεσμούς, γενικότερα, σε ανυποληψία».
Το Συμβούλιο έκανε παραλληλισμό με την υπόθεση Ρίκκου Ερωτοκρίτου και ανέφερε ότι η «ανάρμοστη συμπεριφορά» δεν περιορίζεται μόνο στα καθήκοντα του κρατικού αξιωματούχου, αλλά και στην όλη συμπεριφορά του.
Σύμφωνα με το Συμβούλιο ο Γενικός Ελεγκτής κρίνεται ως «υπόλογος ανάρμοστης συμπεριφοράς» σύμφωνα με το Σύνταγμα, διατάσσοντας την άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του.
Η απόφαση, που ρίχνει αυλαία σε μια από τις πιο μεγάλες θεσμικές συγκρούσεις που οδηγήθηκαν ποτέ ενώπιον του Συμβουλίου του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, θα κοινοποιηθεί άμεσα στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για τις δέουσες ενέργειες συμφώνως προς την απόφαση και κατ’ ακολουθίαν του εδαφίου (4) της όγδοης παραγράφου του Άρθρου 153 του Συντάγματος.
Κατά την έναρξη της διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αντώνης Λιάτσος, αναφέρθηκε στις δεκαπέντε ενότητες, πάνω στις οποίες βασίστηκε η απόφαση, με ιδιαίτερη αναφορά στην Ομάδα Στήριξης του Γενικού Ελεγκτή στο Facebook και στις αναρτήσεις που γίνονται.
Ανάμεσα στις ενότητες βρίσκεται και η ανταλλαγή επιστολών του Γενικού Εισαγγελέα με το Γενικό Ελεγκτή και στην αλληλογραφία για το Υπουργείο Άμυνας και την άρνηση της Νομικής Υπηρεσίας να προχωρήσει σε ποινικές διώξεις.
Επίσης, οι ενότητες αφορούν στο θέμα των πολιτογραφήσεων και την αντιπαράθεση που ξεκίνησε το 2020 μεταξύ Γενικού Εισαγγελέα και Γενικού Ελεγκτή με την εμπλοκή της Αρχής κατά της Διαφθοράς.
Σε άλλη ενότητα το δικαστήριο αναλύει την υπόθεση του Πρύτανη του Πανεπιστημίου Κύπρου, της θυγατέρας του και του νομπελίστα Χριστόφορου Πισσαρίδη, ενώ στην απόφαση περιλαμβάνεται το κεφάλαιο των γνωματεύσεων του Κώστα Κληρίδη, καθώς και το Τwitter του Γενικού Ελεγκτή για αξιωματούχους.
Επιπρόσθετα, η καταγγελία στον INTOSAI, οι ανείσπρακτες οφειλές από την Αστυνομία, οι πολλαπλές συντάξεις και η σύνταξη που λαμβάνει ο Γενικός Εισαγγελέας ήταν μεταξύ των θεμάτων, τα οποία εξετάστηκαν λεπτομερώς από το Δικαστήριο για την έκδοση της απόφασης.
Το Συμβούλιο αναφέρει στην απόφασή του πως «ένας αξιωματούχος που ενεργεί ως ανωτέρω, χωρίς αντίληψη των ορίων της αρμοδιότητάς του, χωρίς σεβασμό στους πολιτειακούς θεσμούς, με έλλειψη ευθυκρισίας, είναι ανίκανος να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντά του», σημειώνοντας πως «το μέτρο, η αμεροληψία, η αντικειμενικότητα, η συνέπεια, ο αυτοέλεγχος και αυτοπεριορισμός, είναι βασικά συστατικά στοιχεία της ικανότητας άσκησης των καθηκόντων κρατικού αξιωματούχου του επιπέδου και των αρμοδιοτήτων του Γενικού Ελεγκτή».
«Περαιτέρω, η εμπάθεια και έλλειψη σωστής κρίσης διαβρώνει, καταλυτικά, την ικανότητα επιτέλεσης του καθοριστικού του έργου, κατά τρόπον τέτοιο που να ανταποκρίνεται στις υψηλές απαιτήσεις του αξιώματος του Γενικού Ελεγκτή», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με την απόφαση του, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο κάνει λόγο για «σύγχυση» των ορίων του θεσμικού του ρόλου από το Γενικό Ελεγκτή.
Σε σχέση με τις αναφορές στην σελίδα στήριξής του στο Facebook «Ομάδα Στήριξης Γενικού Ελεγκτή», το Δικαστήριο έκανε λόγο για «αισχρό περιεχόμενο», καταλογίζοντας του ευθύνες για σχόλια χρηστών το διαδίκτυο, αν και ο Γενικός Ελεγκτής είχε διαχωρίσει τη θέση του με επιστολή, λέγοντας ότι ουδέποτε έχει δηλώσει στήριξη οποιοσδήποτε μορφής στην εν λόγω σελίδα.
«Η ιστοσελίδα στο Facebook φέρει τη φωτογραφία και το όνομα του Γενικού Ελεγκτή και σε αυτήν επί καθημερινής βάσεως, αναρτούνταν, ως τίθεται, απειλητικά, υβριστικά, ψευδή σχόλια και ανακρίβειες, τόσο για τον Γενικό όσο και για τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα», είπε το Δικαστήριο.
Σχετικά με τις αναφορές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στην πλατφόρμα «Χ», το Συμβούλιο έκανε λόγο για «μη επιτρεπτή συμπεριφορά αχρείαστες αναρτήσεις, ειρωνείες και αντιπαραθέσεις», ενώ το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε σωρεία παρεμβάσεων Γενικού Ελεγκτή, κάνοντας λόγο για «συνεχή τάση» παρουσίασης των γεγονότων προς τους πολίτες, που όπως λέχθηκε, ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή που ίσχυε.
«Πέραν της, αυτόδηλα, ανεπίτρεπτης συμπεριφοράς του ως προς το αθωωτικό πόρισμα σε σχέση με τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, ο τρόπος, το ύφος, οι χαρακτηρισμοί, τα υπονοούμενα, αλλά και η απόδοση, ευθέως, ευτελών και αλλότριων κινήτρων στους επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, κατά την επιτέλεση των συνταγματικών τους εξουσιών, συνιστούν όχι μόνο υπέρτατη προσβολή, εκ της θέσεως τους, για τον θεσμό του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, αλλά, πλέον σημαντικό, υπόσκαψη του κύρους και της συνταγματικής τους υπόστασης και αποστολής», αναφέρει το Δικαστήριο.
Σε ό,τι αφορά την γραμμή υπεράσπισης του Γενικού Ελεγκτή περί δημοσκοπήσεων δημοφιλίας και αξιοπιστίας, το Δικαστήριο ανέφερε ότι «παρασυρόμενος από τις σειρήνες της δημοφιλίας και των δημοσκοπήσεων, σύγχυσε τα όρια του θεσμικού του ρόλου και εξέθεσε τη θεσμοθετημένη λειτουργία των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας, παραβλέποντας ότι η όποια προσωπική αντίληψη και τυχόν διαφορά του με τα εν λόγω πρόσωπα, δεν αφορούσε τους θεσμούς του κράτους, απρόσωπους εκ της φύσεως τους και την αποστολή τους».
Η απόφαση αναφέρει ακόμα πως «οι αρμοδιότητες που το Σύνταγμα αποδίδει στον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα είναι απολύτως αναγκαίο να τυγχάνουν σεβασμού, ιδιαιτέρως, από άλλους κρατικούς αξιωματούχους» και προσθέτει πως «αυτό απαιτεί το δημόσιο συμφέρον».
«Οι θεσμοί, το κράτος δικαίου και ο νομικός πολιτισμός, είναι αξίες διαχρονικές. Με την όλη συμπεριφορά του ο Καθ΄ ου η αίτηση επέδειξε, κατ΄ επανάληψη, περιφρόνηση ως προς την αντίκριση των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα. Προκλητικά αγνοούσε τις γνωματεύσεις του, γνωματεύοντας μάλιστα ο ίδιος – όπως στις περιπτώσεις των πολλαπλών συντάξεων και του Τμήματος Κτηματολογίου – κατά παρέκκλιση της αρμοδιότητάς του», αναφέρεται στην απόφαση.
Σε σχέση με τις γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο ανέφερε πως δεν πρόκειται για ελευθερία της έκφρασης, αντιθέτως «θα πρέπει να αντιμετωπίζονται και να λαμβάνονται υπόψη». Σύμφωνα με το Συμβούλιο αυτό «δεν το έπραξε ο Γενικός Ελεγκτής», ο οποίος απέδιδε στις γνωματεύσεις αλλότρια κίνητρα.
Επικεντρώνεται, αναφέρει η απόφαση, «όχι μόνο στην απαξιωτική κρίση των γνωματεύσεων και αποφάσεων του Γενικού Εισαγγελέα από τον Γενικό Ελεγκτή, αλλά, και ιδίως, στα ανεπίτρεπτα σχόλια, υπαινιγμούς και απόδοση αλλότριων κινήτρων κατά την ενάσκηση των συνταγματικών εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα. Όλα αυτά ενώ ο Γενικός Ελεγκτής είχε, ως όφειλε άλλωστε, πλήρη αντίληψη του κύρους των γνωματεύσεων του Γενικού Εισαγγελέα και του ευρύτερου συνταγματικού του ρόλου».
Επιπλέον, το Ανώτατο Συνταγματικό έκρινε πως «ξεπερνώντας κάθε όριο, χαρακτήρισε την συνταγματική ενάσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα ως απειλή για το κράτος δικαίου», προσθέτοντας ότι «ιδιαίτερα σοβαρό ατόπημα και απρεπής χαρακτηρισμός, λαμβανομένων, ιδίως, υπόψη, ότι προέρχεται από ανεξάρτητο αξιωματούχο της Δημοκρατίας και στρέφεται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα, προασπιστή της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος».
Αναφορικά στο κεφάλαιο της παραβίασης του τεκμηρίου αθωότητας, σε σχέση με τις καταγγελίες που διαβιβάστηκαν στην Αρχή κατά της Διαφθοράς σε βάρος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, το Δικαστήριο έκρινε πως ο Γενικός Ελεγκτής «πέρασε την γραμμή».
Το Συμβούλιο υπέδειξε στην απόφαση του, πως αυτό δεν συνιστά δικαιολογία, παραπέμποντας ταυτόχρονα στην απόφαση Ρίκκου Ερωτοκρίτου, στην οποία αναφέρθηκε πως θα έπρεπε να αναλογιστεί τη θεσμική του θέση και να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
«Αντί τούτων, ο Γενικός Ελεγκτής όχι απλώς πέρασε τη γραμμή, αλλά με εμμονή παραβίαζε το τεκμήριο αθωότητας άλλου κρατικού αξιωματούχου και απαξίωνε το αθωωτικό πόρισμα της Αρμόδιας Αρχής κατά της Διαφθοράς, παραπέμποντας σε λαϊκά δικαστήρια», αναφέρεται στην απόφαση.
Τοιουτοτρόπως ενεργώντας, προστίθεται, «απέτυχε να αντιληφθεί ότι οι μεταξύ των Θεσμών διαφορές δεν επιλύονται με φραστικές, δημόσιες, αντιπαραθέσεις, αλλά ούτε και η απόδοση οποιασδήποτε τυχόν μεμπτής συμπεριφοράς εναντίον άλλου αξιωματούχου αποτελεί αντικείμενο δημοσίων συζητήσεων».
«Ακολουθούνται οι εκ του Συντάγματος επιβαλλόμενες διαδικασίες. Έτσι λειτουργούν οι θεσμοί και έτσι θωρακίζεται το κράτος δικαίου», σημειώνεται.
Επιπροσθέτως, το Ανώτατο Συνταγματικό αναφέρει πως «αυτή την οδό όφειλε να ακολουθήσει ο Γενικός Ελεγκτής, εάν έκρινε ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία προς απόδοση ευθυνών σε άλλο κρατικό αξιωματούχο, είτε αυτό αφορούσε τον Γενικό Εισαγγελέα για αντιθεσμικές, έκνομες ενέργειές του ή τον Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα για διαφθορά ή συμπεριφορά πέραν του συνταγματικού πλαισίου», προσθέτοντας ότι «αλλιώς διαβρώνονται οι θεσμοί, απαξιώνονται στα μάτια των πολιτών και επακολουθεί χάος».
Εξάλλου, αίσθηση προκάλεσαν οι χαρακτηρισμοί του Συμβουλίου για την συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή, κάνοντας λόγο για συμπεριφορά «μεμπτή και κατώτερη των περιστάσεων, αλλά και επικίνδυνη» για το κράτος δικαίου.
Όπως σημείωσε το Δικαστήριο, ο Γενικός Ελεγκτής επέδειξε «περιφρόνηση» στον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και «απρεπή συμπεριφορά», αδυνατώντας να αντιληφθεί ότι ο Γενικός Εισαγγελέας λειτουργούσε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του.
Έκανε, μάλιστα, λόγο για «εμπάθεια και έλλειψη σωστής κρίσης», καταλήγοντας πως είναι ανίκανος να συνεχίσει τα καθήκοντά του.
Το Συμβούλιο υποστήριξε πως ο Γενικός Ελεγκτής δεν είχε την ευθυκρισία να ισοζυγίσει και να ενεργήσει με σύνεση, ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι γνωματεύσεις του Γενικού Εισαγγελέα προειδοποιούσαν για πιθανές συνέπειες, ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του, σε διαδικασίες που βρίσκονταν σε εξέλιξη.
«Οι επανειλημμένες διαμάχες του δημόσια, με ελεγχόμενα από την υπηρεσία του πρόσωπα, αλλά και με άλλους πολίτες, μέσω μιας αλόγιστης και επικίνδυνης, για την αντικειμενικότητα που πρέπει να χαρακτηρίζει, χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, φανερώνει έλλειψη μέτρου και ευθυκρισίας», αναφέρει η απόφαση.
Επίσης, το Συμβούλιο ανέφερε ότι ο Γενικός Ελεγκτής όφειλε να αποφεύγει αντεγκλήσεις, οι οποίες θα οδηγούσαν σε αμφισβήτηση του έργου του και θα υποδήλωναν ύπαρξη προκατάληψης. «Ούτε η εμπάθεια συνάδει με το μέτρο συμπεριφοράς κρατικού αξιωματούχου επιφορτισμένου με τον έλεγχο άλλων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και όσα κάλυπταν τη συμπεριφορά του Γενικού Ελεγκτή έναντί του», σημειώνει στην απόφασή του του Συμβούλιο.
Περαιτέρω, το Συμβούλιο ξεκαθάρισε ότι δεν το απασχόλησε η αμφισβήτηση των θεσμών μεταξύ Νομικής και Ελεγκτικής Υπηρεσίας και εξέφρασε τη διαφωνία του ως προς τις θέσεις που έθεσε η πλευρά του Ελεγκτή, σε σχέση με το θεσμικό θέμα του διπλού ρόλου του Γενικού Εισαγγελέα.
Απέρριψε τη θέση Γενικού Ελεγκτή ότι ο τρόπος αντίδρασης προς τις γνωματεύσεις Γενικού Εισαγγελέα αποτελεί απλώς διαφωνία, αλλά ανέφερε πως αποτελεί «έλλειψη σεβασμού προς τον θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα».
«Ο Γενικός Ελεγκτής δεν ελέγχεται για τη μεταβίβαση καταγγελιών, αφού αυτό συνιστούσε νόμιμη εξουσία σου, ελέγχεται για τον τρόπο αντίδρασής του, με τον οποίο παραβίασε κατά βάναυσο τρόπο το τεκμήριο της αθωότητας του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα», αναφέρει το Συμβούλιο.
Οι δικαστές εξέφρασαν μέσα από την απόφασή τους «λύπη», αφού όπως ανέφεραν «διαπιστώνουμε ότι ο Γενικός Ελεγκτής δεν περιορίστηκε μόνο στο ρόλο του διαβιβαστή της καταγγελίας στην Ανεξάρτητη Αρχή κατά της Διαφθοράς, αλλά επεφύλαξε στον εαυτό του ρόλο κριτή, αφού προχώρησε στην έκδοση συμπερασμάτων σε δηλώσεις του και τοποθετήσεις του».
«Αυτά δείχνουν έλλειψη αυτοσυγκράτησης και κρίσης», πρόσθεσαν.
Σε σχέση με το κεφάλαιο περί ελέγχου της Αστυνομίας για ανείσπρακτες εξώδικες καταγγελίες, το Συμβούλιο αναφέρει ότι η προσέγγισή του Ελεγκτή «ήταν παντελώς λανθασμένη», ενώ για το κεφάλαιο των πολλαπλών συνταξέων, το Συμβούλιο αναφέρει ότι λυπάται, γιατί «οι προσεγγίσεις Γενικού Ελεγκτή στερούνται πειστικότητας» και «αποδίδεται στον Γενικό Εισαγγελέα πως εσκεμμένα έδινε γνωματεύσεις, κάτι με το οποίο διαφωνούμε».
Τον Γενικό Εισαγγελέα υποστηρίξαν κατά τη διαδικασία τα δικηγορικά γραφεία Καλλής & Καλλής ΔΕΠΕ και Λέανδρου Παπαφιλίππου, ενώ τον Γενικό Ελεγκτή εκπροσώπησαν οι δικηγόροι Τζο Τριανταφυλλίδης, Πάμπος Ιωαννίδης και Χρίστος Κληρίδης.
πηγή: ΚΥΠΕ